- δασμολογικός
- και δασμολογιακός, -ή, -ό1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασμολόγια ή στο δασμολόγιο2. φρ. «δασμολογική προστασία» — το σύνολο τών οικονομικών μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία ενός κλάδου τής παραγωγής από τον ξένο ανταγωνισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμολόγια ή δασμολόγιο(ν). Η λ. μαρτυρείται στον Χαρ. Τρικούπη].
Dictionary of Greek. 2013.